- ῥητορικοῦ
- ῥητορικόςoratoricalmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλαίσωση — η (Α βλαίσωσις) [βλαισούμαι] η βλαισότητα αρχ. σχήμα του ρητορικού λόγου είναι η παράταξη δύο αντίθετων προτάσεων κάθε μία από τις οποίες ακολουθείται από δύο αντίθετα συμπεράσματα … Dictionary of Greek
διήγηση — η (AM διήγησις) [διηγούμαι] αφήγηση, εξιστόρηση αρχ. (ρητ.) το κύριο μέρος τού ρητορικού λόγου όπου εκτίθεται το θέμα τού λόγου … Dictionary of Greek
εγκωμιαστικός — ή, ό (AM ἐγκωμιαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εγκώμιο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκωμιαστικόν α) εγκώμιο β) είδος ρητορικού λόγου … Dictionary of Greek
εκβησόμενο — το (AM ἐκβησόμενον) αυτό που πρόκειται να συμβεί νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα 2. τμήμα ρητορικού λόγου στο οποίο ο ρήτορας υποδεικνύει τί πρέπει να γίνει … Dictionary of Greek
ενδόσιμο — το (AM ἐνδόσιμος, ον) Ι. το ουδ. ως ουσ. το ενδόσιμο (AM ἐνδόσιμον) αυτό που δίνει εύλογη αφορμή για κάποια σκέψη ή ενέργεια αρχ. μσν. προανάκρουσμα, εισαγωγή ύμνου ή ψαλμού αρχ. προοίμιο ρητορικού λόγου ΙΙ. επίθ. ἐνδόσιμος, ον ενδοτικός,… … Dictionary of Greek
επίδειξη — η (AM έπίδειξις) [επιδεικνύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επιδεικνύω («επίδειξη εμπορευμάτων, μόδας» κ.λπ.) 2. συμπεριφορά που έχει σκοπό την επίδειξη για λόγους εντυπώσεων («επίδειξη πολυμάθειας, πλούτου» κ.λπ.) 3. φανέρωση, αποκάλυψη… … Dictionary of Greek
επίλογος — ο (AM ἐπίλογος) 1. το τελευταίο μέρος ρητορικού λόγου ή βιβλίου 2. συμπέρασμα νεοελλ. αποτέλεσμα πράξεων που προηγήθηκαν («επίλογος τής διαφωνίας ήταν ο φόνος») μσν. μαγική επωδή, ξόρκι αρχ. 1. το τέλος τού δράματος, έξοδος 2. επεξηγηματική… … Dictionary of Greek
επιλογίζομαι — ἐπιλογίζομαι (Α) [επίλογος] 1. σκέπτομαι, αναλογίζομαι 2. υπολογίζω, θεωρώ άξιο λόγου 3. απαγγέλλω τον επίλογο ρητορικού λόγου … Dictionary of Greek
επιρρητορεύω — ἐπιρρητορεύω (Α) [ρητορεύω] 1. ρητορεύω, μιλώ για κάτι 2. προσθέτω στο τέλος τού ρητορικού μου λόγου … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek